- ἀκουσματικός
- ἀκου-σματικός, ή, όν, lit.A eager to hear: οἱ ἀ. probationers in the school of Pythagoras, Iamb. VP 18.81, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακουσματικός — ἀκουσματικός, ή, ὸν (AM) [ἄκουσμα] 1. ο πρόθυμος να ακούει 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί οι δόκιμοι μαθητές τής σχολής τού Πυθαγόρα, οι ακροατές τής απόκρυφης διδασκαλίας του … Dictionary of Greek
ἀκουσματικός — eager to hear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικῶν — ἀκουσματικός eager to hear fem gen pl ἀκουσματικός eager to hear masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικοῖς — ἀκουσματικός eager to hear masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικοί — ἀκουσματικός eager to hear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικούς — ἀκουσματικός eager to hear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek